- χάλιμος
- ὁ, Α(κατά τον Ησύχ.) «φαρμακός».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλιμάς — άδος, ἡ, Α πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα άς, άδος, που τής προσδίδει μειωτική σημ. (πρβλ. λαικ άς, μαιν άς), ενώ το θ. της παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το ρ. χαλῶ «χαλαρώνω,… … Dictionary of Greek